Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰς γνώμας

См. также в других словарях:

  • Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… …   Dictionary of Greek

  • συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • παρεισδύω — ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος αρχ. 1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.) 2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ… …   Dictionary of Greek

  • προκατασείω — Α (κυριολ. και μτφ.) κλονίζω εκ τών προτέρων («προκατασείειν τὰς γνώμας τῷ φόβω», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασείω «σείω δυνατά, κλονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμπίπλημι — Α γεμίζω με κάτι επιπροσθέτως («προσεμπλήσουσι τὰς γνώμας τῶν πλουσίων ταῑς ἡδοναῑς τῶν ἀμέτρων ἐπαίνων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσθάλπω — Α θερμαίνω, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσθάλπειν τισὶ τὰς γνώμας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θάλπω «θερμαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… …   Dictionary of Greek

  • Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»